Κοιλιοκάκη: Πώς να ζήσετε χωρίς γλουτένη
Τα τελευταία χρόνια οι λέξεις «κοιλιοκάκη» και «γλουτένη» έκαναν δυναμική είσοδο στο λεξιλόγιό μας και όχι μόνο. Ορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις διατροφικές συνήθειες ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού, ενώ έχουν υπαγορεύσει ακόμα και καταναλωτικές τάσεις, άρα και τη συμπεριφορά της βιομηχανίας τροφίμων. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι εδώ και μια δεκαπενταετία περίπου έχει περάσει ειδική κοινοτική νομοθεσία για την υποχρεωτική αναγραφή της ύπαρξης γλουτένης στις συσκευασίες των τροφίμων.
Πώς συνδέονται όμως οι δύο αυτές λέξεις; Η κοιλιοκάκη είναι μια χρόνια πάθηση -που αφορά στην απορρόφηση των θρεπτικών στοιχείων των τροφίμων- κατά την οποία ο οργανισμός αντιδρά στη γλουτένη -μια πρωτεΐνη που εντοπίζεται κατά κύριο λόγο στα δημητριακά, όπως είναι το σιτάρι, το κριθάρι και η σίκαλη- καταστρέφοντας ουσιαστικά το εσωτερικό τοίχωμα του λεπτού εντέρου. Συνέπεια των αλλοιώσεων στο βλεννογόνο του λεπτού εντέρου είναι η ατροφία των εντερικών λαχνών, αλλά και η αδυναμία του οργανισμού να απορροφήσει βασικά θρεπτικά συστατικά, με διαταραχές στο πεπτικό σύστημα. Η κοιλιοκάκη μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία, κάνει όμως πιο συχνά την εμφάνισή της σε παιδιά από 9 μηνών έως τριών ετών και σε ενήλικες από 30 έως 40 ετών.
Συνήθως εκδηλώνεται με διάρροια, κοιλιακό πόνο, έντονο φούσκωμα, συχνά αέρια, έμετους, εύκολη κόπωση, ανορεξία, κολικούς εντέρου, ανεπάρκειες σε λιποδιαλυτές βιταμίνες, σίδηρο, ασβέστιο και φολικό οξύ, καθυστέρηση ανάπτυξης σε παιδιά και εφήβους, ακόμα και με πόνους στα οστά ή επώδυνα δερματικά εξανθήματα, ενώ μπορεί να χτυπήσει… καμπανάκι μέσα από μια σιδηροπενική αναιμία ή αυξημένα ηπατικά ένζυμα.
Η διάγνωση και η διαμόρφωση ενός glouten free διατροφικού μενού
Για τη διάγνωση της κοιλιοκάκης γίνεται αρχικά αιματολογικός έλεγχος, ώστε να ανιχνευθεί μια σειρά ειδικών αντισωμάτων, τυχόν εντοπισμός των οποίων θα οδηγήσει σε γαστροσκόπηση με βιοψίες λεπτού εντέρου.
Για να αντιμετωπιστεί η κοιλιοκάκη, η γλουτένη πρέπει να αφαιρεθεί από το διατροφικό μενού του πάσχοντα εντελώς, κίνηση που δεν είναι ούτε απλή ούτε εύκολη, αφού η γλουτένη, πέραν των δημητριακών και των προϊόντων τους, περιέχεται σε πολλές τυποποιημένες τροφές που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι των διατροφικών μας συνηθειών.
Έτσι, ένα άτομο με δυσανεξία στη γλουτένη πρέπει να βγάλει από τη διατροφή του τα εξής: σιτάρι, κριθάρι, σίκαλη, βρώμη και τα άλευρα τους, σιμιγδάλι, κουσκούς, πλιγούρι, δημητριακά πρωινού με βάση το σιτάρι, μούσλι, όλα τα συμβατικά ψωμιά και αρτοσκευάσματα, κρουασάν, τσουρέκια, κέικ, μπισκότα, πίτσες, φύλλο για πίτες, ζυμαρικά, κατεργασμένα φρούτα, σούπες του εμπορίου, επιδόρπια του εμπορίου, κάποια μπαχαρικά και συσκευασμένα καρυκεύματα, λουκάνικα που δεν είναι 100% κρέας, κροκέτες και κομμάτια ψαριού, γιαούρτια με δημητριακά, κρέμα τυριού, ροκφόρ, τυροκροκέτες, έτοιμες σάλτσες, μαγιονέζα, μουστάρδα, γαλακτοκομικά με βύνη, έτοιμα ροφήματα σοκολάτας, ζελέ, μπύρα, τζιν, βότκα, ουίσκι, λευκό ξίδι, ορισμένες τσίχλες, καραμέλες και σνακς του εμπορίου, όπως γαριδάκια, τσιπς, και σοκολάτες.
Η λίστα είναι μακρά και το δύσκολο στην τήρηση μιας διατροφής χωρίς γλουτένη –πέραν της καθολικότητας της γλουτένης σε πολλά γνωστά τρόφιμα- είναι πως σε πολλές περιπτώσεις η πρωτεΐνη αυτή είναι κρυμμένη σε προϊόντα που δεν μπορούμε να φανταστούμε. Ακόμα και οδοντόπαστες, κραγιόν, φάρμακα και συμπληρώματα διατροφής μπορεί να περιέχουν ίχνη γλουτένης.
Για την αντιμετώπιση της πρόκλησης αυτής είναι αναγκαία η στενή συνεργασία του ασθενούς με τον ιατρό του και τον ειδικό διατροφολόγο-διαιτολόγο, ώστε από κοινού να διαμορφωθεί ένα διατροφικό πρόγραμμα που να είναι εφικτό να εφαρμοσθεί.
Πλέον οι επιλογές για μια διατροφή χωρίς γλουτένη είναι πολύ περισσότερες από ότι στο παρελθόν, διευκολύνοντας τον πάσχοντα να μην στερείται τις διατροφικές απολαύσεις της ζωής. Ακολουθώντας μια ειδική διατροφή ελεύθερη από γλουτένη οι πάσχοντες από κοιλιοκάκη μπορούν να απαλλαγούν από τις ενοχλήσεις και να ζήσουν μια φυσιολογική ζωή. Μάλιστα, τα αποτελέσματα μιας διατροφής αυτού του τύπου είναι άμεσα ορατά, με πρώτη ένδειξη την ανακούφιση των ενοχλήσεων εντός 15 ημερών και την αποκατάσταση του τοιχώματος του λεπτού εντέρου στην προτέρα κατάσταση σε διάστημα 6 με 12 μηνών.